- ηλιόκαυστος
- η , ο [ος , ον ]1) загорелый; 2) сушёный, вяленый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἡλιόκαυστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιόκαυστος — η, ο ο μαυρισμένος απ τον ήλιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡλιοκαύστου — ἡλιόκαυστος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιόκαυτος — και λιόκαυτος και ηλιόκαυστος, η, ο (Α ἡλιόκαυστος, δωρ. τ. ἁλιόκαυστος, ον) ο ηλιοκαμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιόκαυτο ψάρι, χταπόδι ή αστακός ξεραμένα στον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καυτός (< καίω)] … Dictionary of Greek